cover

View large picture

blast from the past

Granicus

Granicus

(RCA)

Βινύλιο
Κυκλοφορία: 1973
Νέα rock/pop, Hard rock


RCA 1973 / Free Records 1997 / Austria Record Finder 2009

Αν υπήρχε δικαιοσύνη, ο κόσμος θα θυμόταν τους Granicus και το παρόν κείμενο θα ήταν άλλο ένα αναμάσημα για έναν κλασικό δίσκο του παρελθόντος. Πολλές φορές όμως η ζωή τα φέρνει έτσι και αρκετοί αξιοθαύμαστοι μουσικοί, συγκροτήματα και άλμπουμ δεν απολαμβάνουν όσα κατ' αναλογία τους αρμόζουν. Ως εκ τούτου το αισθητικό και καλλιτεχνικό εκτόπισμα είναι εμφανές μόνο σε λίγους νουνεχείς που τυχαίνει να έχουν ανοιχτά αυτιά και μάτια. Ως χρόνια ανίατοι μουσικόφιλοι έχουμε μάθει να συμβιβαζόμαστε με αυτό. Άλλωστε η ευφορία που συνοδεύει μια τέτοια τυχαία και ευτυχή ανακάλυψη έχει πλάσει μουσικές ορολογίες, όπως «κρυμμένο διαμάντι». Δεν είμαι βέβαια σίγουρος για το αν οι ίδιοι οι μουσικοί το βλέπουν το ίδιο ρομαντικά... Αρκετά φλυαρήσαμε όμως. Η χρονομηχανή του Blast From The Past είναι ρυθμισμένη στο 1973 και οι κυβερνήτες της έτοιμοι να δυναμώσουν την ένταση στα ηχεία.

Συνοπτικά η ιστορία της μπάντας έχεις ως εξής: Οι Granicus ξεκίνησαν από το Cleveland του Ohio και όντες αποφασισμένοι να υπογράψουν συμβόλαιο έφυγαν για τη Νέα Υόρκη. Κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας η RCA τους «αρπάζει» από την Columbia. Εντός ολίγων ημερών ηχογραφούν το ομότιτλο ντεμπούτο τους, το οποίο έμελλε να είναι και το μοναδικό τους άλμπουμ για πολλά χρόνια. Με ένα εξώφυλλο που θαρρείς ότι καθόρισε μερικώς την αισθητική του Quentin Tarantino το δισκάκι σε αρπάζει από το λαιμό εξ αρχής και δε σε αφήνει έως την τελευταία νότα. Το ελαφρώς ψυχεδελικό hard/heavy rock της μπάντας είναι ένα αντιπροσωπευτικότατο δείγμα του τι συνέβαινε τη δεκαετία του 1970 στην Αμερική. Παραδόξως το παρθενικό άλμπουμ των Granicus καταφέρνει να έχει δικιά του μουσική ταυτότητα και προσωπικότητα. Ο συνδυασμός της μουσικής, που παραπέμπει σε Grand Funk Railroad, και των φωνητικών του Woody Leffel, που ακροβατούν ανάμεσα στους Robert Plant και Geddy Lee, είναι αδύνατον να μη συγκινήσουν μια γνήσια hard rock καρδιά.

Τα οκτώ τραγούδια του δίσκου είναι ένα κι ένα. Το πλήθος αλλά και η πληθωρικότητά τους δε, μας θυμίζουν το κακό που έκανε στην ποιότητα η διευρυμένη χωρητικότητα του cd ως format, σε αντίθεση με το βινύλιο. Ναι, δεν τίθεται θέμα 'filler', όπως άλλωστε συμβαίνει σε πολλούς από τους δίσκους της εποχής. Από το εναρκτήριο σκληρό rocker "You're in America" στην ψυχεδέλεια του "Prayer" και έως τις ορχηστρικές ατμόσφαιρες του "Twilight", το ομώνυμο πόνημα της παρέας από το Cleveland «καταναλώνεται» μονορούφι και απαιτεί απανωτές ακροάσεις. Το δε "Bad Talk", με τα εναρκτήρια κιθαριστικά κεντήματα του Wayne Anderson, είναι μια κατά μέτωπο επίθεση σε όλες τις αισθήσεις, ένα τραγούδι - σύντροφος ζωής, από αυτά που θα έπρεπε να μνημονεύονται με κεφαλαία γράμματα όταν γίνεται αναφορά στην εποποιία του σκληρού, ηλεκτροδοτούμενου ροκ. 

Η ασυνέπεια της εταιρείας απέναντί τους και η κακή διαχείριση του «μανατζμέντ», που απέρριψε μια εκ νέου δελεαστικότατη πρόταση από την Columbia, οδήγησαν το συγκρότημα στη διάλυση. Ακολούθησαν πάνω από τρεις δεκαετίες σιωπής, μέχρι το 2010, όταν και αποφάσισαν να κυκλοφορήσουν ένα σύνολο ακυκλοφόρητων ηχογραφήσεων που προορίζονταν για το δεύτερό τους άλμπουμ. Ο εν λόγω δίσκος ονομάστηκε Thieves, Liars and Traitors. Στα φωνητικά συναντάμε πάλι τον Woody Leffel, ο οποίος μπήκε στο στούντιο και συνεισέφερε σε φωνητικά και στίχους. To LP φέρει μεν τη σφραγίδα της μπάντας και ικανοποιεί το διψασμένο οπαδό, δε δύναται όμως να σταθεί επάξια δίπλα στο Granicus. Η ανέμπνευστη αντιγραφή του κλασικού εξωφύλλου δε, δίνει δυστυχώς μια αίσθηση του παρωχημένου που δε βοηθάει το όλο εγχείρημα.
Δύσκολο να μαντέψει κανείς τι εξέλιξη θα είχε η μπάντα αν είχε σταθεί στο ύψος των περιστάσεων με τα θέματα της μουσικής βιομηχανίας. Δεκαετίες μετά όμως το πρώτο τους πόνημα, θαμμένο στο απύθμενο χρονοντούλαπο της ιστορίας, λάμπει αυτόφωτο κάθε φορά που κάποιος τυχερός μουσικός τυμβωρύχος πέφτει πάνω του και το ανασύρει. Συμπερασματικά λοιπόν, αν είσαι παλιοροκάς και δεν έχεις ακούσει ποτέ το Granicus, δώστου μια ευκαιρία και σίγουρα θα σε ανταμείψει. Αν πάλι ανήκεις στη νεώτερη γενιά και παρακολουθείς μετά λατρείας το vintage ρεύμα του Σουηδικού (και όχι μόνο) σκληρού rock, η ακρόαση του δίσκου είναι μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να ανακαλύψεις μια λιγότερο γνωστή αφορμή για να αφήσει κανείς μουστάκι και να φορέσει bell bottoms... -- Φάνης Μανταίος

Wild Thing homepage